- κβαντομηχανική
- Θεωρία της μαθηματικής φυσικής που αναπτύχθηκε από την κβαντική θεωρία του Πλανκ (Nόμπελ φυσικής 1918) και εξετάζει τη μηχανική των συστημάτων σωματίων σε ατομικό και υποατομικό επίπεδο, με τη βοήθεια μεγεθών που μπορούν να μετρηθούν. Η θεωρία της κ. αναπτύχθηκε με διάφορες μαθηματικές μορφές, ανάμεσα στις οποίες η κυματομηχανική και η μηχανική μητρών, που είναι όλες ισοδύναμες.
σχετικιστικήκ. Ο Ντιράκ εισήγαγε το 1928 στην κ. τους νόμους της σχετικότητας και έτσι μπόρεσε να εξηγηθεί η τιμή του γυρομαγνητικού λόγου του σπιν για το ηλεκτρόνιο, η οποία μέχρι τότε λαμβανόταν εμπειρικά, επειδή οδηγούσε σε ορθά αποτελέσματα. Η συγκεκριμένη θεωρία εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υποατομικά σωματίδια αποκτούν σχετικιστικές ταχύτητες, οπότε προκύπτει αφενός η ανάγκη χρήσης της κ. –λόγω μεγέθους του σωματιδίου– αφετέρου η ανάγκη –λόγω της ταχύτητας αυτού– σχετικιστικής περιγραφής. Η κβαντική ηλεκτροδυναμική, η οποία βασίστηκε στις εργασίες των Σβίνγκερ, Κρέιφερς, Μπετς και Ντάισον, είναι μια εξελιγμένη φυσική θεωρία που περιγράφει τις αλληλεπιδράσεις του φωτός με την ύλη. Βασική ιδέα της θεωρίας, η οποία κρίνεται ιδιαίτερα ακριβής, είναι η διαπίστωση ότι μεταξύ των φορτισμένων σωματιδίων της ύλης λαμβάνει χώρα μια συνεχής ανταλλαγή κβάντων φωτός. Αυτή η δραστηριότητα της εκπομπής και της απορρόφησης φωτονίων εξηγεί τη δημιουργία της κυρίαρχης δύναμης σε επίπεδο ατόμων και μορίων, της ηλεκτρομαγνητικής.
* * *ηφυσ. κλάδος τής μαθηματικής φυσικής που ασχολείται με την κίνηση τών ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων και τών άλλων υποατομικών σωματιδίων από τα οποία απαρτίζονται τα άτομα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικόπρβλ. αγγλ. quantum mechanics < quantum (< λατ. quantum) + mechanics πιθ. < γαλλ. mechanique < λατ. mechanicus < μηχανικός < μηχανή].
Dictionary of Greek. 2013.